Όταν οι γονείς χωρίζουν και δεν ξαναμιλιούνται μεταξύ τους, αυτό έχει επιπτώσεις όχι μόνο στην ψυχική κατάσταση, αλλά και στη σωματική υγεία των παιδιών τους.
Τα παιδιά αυτά, όταν γίνουν ενήλικες, έχουν τριπλάσια πιθανότητα να κολλήσουν τον ιό του κρυλογήματος, σε σχέση με τους ανθρώπους, των οποίων οι γονείς έμειναν παντρεμένοι, είτε συνέχισαν να επικοινωνούν φιλικά και μετά τον χωρισμό.
Αυτό δείχνει μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα, με επικεφαλής τον ψυχολόγο Μάικλ Μέρφι του Πανεπιστημίου Κάρνεγκι Μέλον, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS).
Οι ερευνητές πειραματίσθηκαν με 201 άτομα ηλικίας 18 έως 55 ετών, τα οποία εξέθεσαν στον ιό του κοινού κρυολογήματος και τα παρακολούθησαν στη συνέχεια για πέντε μέρες για να δουν ποιος αρρώστησε και ποιος όχι.
Οι 109 είχαν γονείς που δεν είχαν χωρίσει, οι 41 που είχαν χωρίσει αλλά μιλούσαν και μετά τον χωρισμό, ενώ οι 51 είχαν γονείς που μετά το διαζύγιο δεν είχαν καμία επικοινωνία.
Διαπιστώθηκε ότι οι άνθρωποι που είχαν βιώσει ένα επώδυνο και μη φιλικό διαζύγιο, με συνέπεια οι γονείς τους να μην ξαναμιλήσουν ποτέ, ήσαν αυτοί που κινδύνευαν περισσότερο να κρυολογήσουν (είχαν τουλάχιστον τριπλάσια πιθανότητα).
Αν οι γονείς κάποιου είχαν χωρίσει «πολιτισμένα» και κράτησαν πάντα επαφές, τότε το παιδί ως ενήλικας δεν ήταν πιο ευάλωτο στα κρυολογήματα.
Ο αυξημένος κίνδυνος αποδίδεται κυρίως στο ψυχολογικό στρες που επιδρά στο ανοσοποιητικό σύστημα. «Τα ευρήματά μας δείχνουν τις σημαντικές επιπτώσεις που έχει μακροπρόθεσμα για το ανοσοποιητικό σύστημα μια πρώιμη οικογενειακή σύγκρουση.
Δείχνουν επίσης ότι όλα τα διαζύγια δεν είναι ίδια, καθώς η συνεχιζόμενη επικοινωνία ανάμεσα στους γονείς αποτελεί ανάχωμα για τις δηλητηριώδεις συνέπειες του χωρισμού πάνω στην μελλοντική υγεία των παιδιών», δήλωσε ο καθηγητής ψυχολογίας Σέλντον Κοέν.
«Οι στρεσογόνες εμπειρίες στα αρχικά στάδια της ζωής κάτι κάνουν στη φυσιολογία και στις φλεγμονώδεις αντιδράσεις, που αυξάνει τον κίνδυνο για χειρότερη υγεία και για χρόνιες παθήσεις.
Η μελέτη μας αποτελεί ένα βήμα προόδου για την καλύτερη κατανόηση του πώς το οικογενειακό στρες στη διάρκεια της παιδικής ηλικίας μπορεί να κάνει ένα παιδί πιο ευάλωτο σε αρρώστιες μετά από 20 έως 40 χρόνια» πρόσθεσε ο Μέρφι.
Πολυάριθμες προηγούμενες μελέτες έχουν συσχετίσει το παιδικό βίωμα του χωρισμού των γονιών (με ή χωρίς διαζύγιο) με ποικίλες αρνητικές ψυχολογικές επιπτώσεις για τα παιδιά αυτά, χειρότερες επιδόσεις στο σχολείο, χαμηλότερα εισοδήματα ως ενήλικες κ.α.
Τα παιδιά χωρισμένων γονιών είναι πιθανότερο μετά την ενηλικίωσή τους να νιώθουν πιο δυστυχισμένα, να έχουν περισσότερα ψυχικά προβλήματα και μεγαλύτερες δυσκολίες στις σχέσεις τους με άλλους ανθρώπους.
Είναι ακόμη πιθανότερο να αναφέρουν διάφορους σωματικούς πόνους, να εκδηλώσουν άσθμα, να πάθουν έμφραγμα, εγκεφαλικό ή ορισμένα είδη καρκίνου, καθώς επίσης να πεθάνουν πρόωρα από διάφορες αιτίες, ιδίως καρδιαγγειακές.
Πάντως οι κάθε είδους επιπτώσεις φαίνεται να μην είναι συνήθως μεγάλες, ενώ ποικίλουν πολύ από άνθρωπο σε άνθρωπο.