Πολλοί ειδικοί (και μη) συμβουλεύουν τις νέες μαμάδες να αφήνουν τα μωρά στην κούνια τους να κλαίνε εάν αυτά είναι καθαρά, υγιή και χορτασμένα.
Αλλά και πολλοί άλλοι, επίσης ειδικοί και μη, επιμένουν ότι τα βρέφη δεν «κακομαθαίνουν» όταν ανταποκρινόμαστε στο κλάμα τους αλλά μεγαλώνουν με ασφάλεια και αγάπη.
Τι συμβαίνει όμως όταν ένα μωρό κλαίει;
Ενεργοποιείται ένας συναγερμός στους γονείς ειδικά όταν πρόκειται για το πρώτο παιδί. Κανείς δεν ξέρει τι έχει και –κυρίως- κανείς δεν ξέρει πώς να το σταματήσει. Υπάρχουν φορές που κλαίει τόσο γοερά ώστε οι γονείς τηλεφωνούν απεγνωσμένοι τον παιδίατρο για να ακούσει και ο ίδιος με τα αυτιά του το κλάμα του μωρού τους. Και στην πραγματικότητα αυτό πρέπει να κάνουν καθώς ένα παιδί που κλαίει ασταμάτητα είναι ένα παιδί που πρέπει να εξεταστεί από τον γιατρό. Αν όλα είναι καλά και το παιδί δεν κλαίει για κάποιο παθολογικό αίτιο την αγωνία ακολουθεί ο εκνευρισμός, ο οποίος είναι μεταδοτικός: Ξεκινάει από το παιδί προς τους γονείς, οι οποίοι με τη σειρά τους τον επιστρέφουν στο μόλις λίγων εβδομάδων ή μηνών βρέφος.
Άστο να κλαίει;
Σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου του Harvard δεν πρέπει ν’ αφήνουμε τα παιδιά να κλαίνε μόνα τους ακόμη κι αν δεν υπάρχει προφανής λόγος για το κλάμα τους. Όπως αναφέρουν οι επιστήμονες που συμμετείχαν στην έρευνα, οι γονείς πρέπει να ανταποκρίνονται στο κάλεσμα του παιδιού και να το παρηγορούν μέχρι να νιώσει και πάλι ασφάλεια δίπλα τους. Η αγκαλιά, η σωματική επαφή, η φωνή της μητέρας είναι αυτά που το βοηθούν να ηρεμήσει.
Στην ίδια έρευνα αναφέρεται ότι τα παιδιά που δεν είχαν την προσοχή των γονιών τους όταν έκλαιγαν, ήταν πιο επιρρεπή στο άγχος όταν έγιναν ενήλικες.
Από την άλλη μεριά δημοφιλής είναι η πρακτική του «cry it out», ευρέως διαδεδομένη τα τελευταία χρόνια και μάλιστα και μεταξύ ορισμένων παιδιάτρων. Οι γονείς που επιλέγουν αυτή τη μέθοδο δεν τρέχουν κατευθείαν στο παιδί όταν αυτό κλαίει, αλλά το αφήνουν να ηρεμήσει μόνο του χωρίς παρηγορητικές τακτικές όπως αγκαλιές ή καθησυχαστικά λόγια. Το βέβαιο είναι ότι μετά από κάποιες φορές το παιδί σταματάει να κλαίει «αναίτια» ίσως γιατί παραιτείται καθώς δεν παρατηρεί ανταπόκριση στο κλάμα του. Η φύση είναι σοφή: Δεν αφήνει ένα μωρό να κλαίει και να σπαταλά δυνάμεις εάν στο κλάμα του όλοι κωφεύουν.
Ο συγγραφέας του «Nighttime Parenting», Dr. William Sears, παιδίατρος και πατέρας επτά παιδιών αναφέρει στο βιβλίο του για τους γονείς που δεν ανταποκρίνονται στο κλάμα του μωρού τους ότι υπονομεύουν την εμπιστοσύνη του προς αυτούς, εμπιστοσύνη που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανατροφή του παιδιού τους. Σύμφωνα με τον Sears έρευνες έχουν δείξει ότι τα μωρά που το κλάμα τους βρίσκει άμεση ανταπόκριση, κλαίνε και δυσφορούν λιγότερο μεγαλώνοντας. «Αντί να δημιουργείτε μια κακή συνήθεια, όταν ανταποκρίνεστε στο κλάμα του μωρού σας, του μαθαίνετε ότι μπορεί να επικοινωνεί μαζί σας με επιτυχία. Ακόμα κι αν δεν έχετε καταλάβει ποιο είναι το πρόβλημα του και το μωρό σας συνεχίζει να κλαίει στην αγκαλιά σας, τουλάχιστον ξέρει ότι δεν το εγκαταλείπετε στις δύσκολες στιγμές».
Διάφορες δοξασίες έχουν κατά καιρούς διαδοθεί για το κλάμα του μωρού μεταξύ των οποίων ανάμεσά τους και εκείνη που λέει ότι το κλάμα κάνει καλό στους πνεύμονες του μωρού κάτι που εάν ίσχυε θα γινόταν εφαρμόσιμη πρακτική στις θεραπείες των αναπνευστικών προβλημάτων.
Το κλάμα του μωρού κάνει κακό και στη μητέρα. Της προκαλεί εκνευρισμό, φόβο και αγωνία ακόμη και ενοχή. Και είναι στην ανθρώπινη φύση η ανταπόκρισή μας σε αυτό. Ποιος –ακόμη κι ένας περαστικός- δεν θα έστρεφε το κεφάλι του προς ένα βρέφος που κλαίει; Πόσο μάλλον οι γεννήτορές του, οι οποίοι οφείλουν να συμπονούν και να παρηγορούν το παιδί τους από την βρεφική ακόμη ηλικία.
Παν Μέτρον άριστον
Η άμεση ανταπόκρισή μας στο κλάμα του μωρού μας είναι πολύ σημαντική για την ανατροφή του και για το αίσθημα ασφάλειας που θα το στηρίξει αργότερα στη ζωή του. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μεγαλώνοντας οι γονείς θα πρέπει να ικανοποιούν κάθε αίτημα του παιδιού τους. Ανάλογα με το αναπτυξιακό στάδιο και τις ανάγκες του παιδιού οι γονείς καλούνται να αξιολογούν τις επιθυμίες των παιδιών τους και να τις ικανοποιούν έλλογα και όχι με μόνο γνώμονα το συναίσθημα γιατί αλλιώς μπορεί να βρεθούν μπροστά σε απαιτητικούς και χειριστικούς εφήβους. Όσο απομακρύνονται λοιπόν τα παιδιά από τη βρεφική ηλικία και πλησιάζουν στη νηπιακή τόσο κι εμείς οι γονείς πρέπει να αξιολογούμε τις καταστάσεις και να επικοινωνούμε μαζί τους όχι μόνο παρηγορητικά αλλά και διδακτικά.