To κροκoδειλάκι που έγινε λιβάδι του Χρήστου Μπουλώτη και με ζωγραφιές της Φωτεινής Στεφανίδη.
«Φύσηξε πάλι από την έρημο Σαχάρα ο δυνατός άνεμος Σιμούν τρομάζοντας τις καμήλες, τους καμηλιέρηδες και τα παιδιά που έπαιζαν στην όαση με τις πανύψηλες χουρμαδιές.
Μα τούτη τη φορά, καθώς περνούσε ο άνεμος Σιμούν απ’ το πλατύ ποτάμι που το λένε Νείλο, σήκωσε, με ένα βαθύ φλουπ, τεράστια μια αγκαλιά νερό που είχε μέσα της νούφαρα κι ένα κροκοδειλάκι που κολυμπούσε ανέμελο, τρισευτυχισμένο…»
«Όλα έγιναν όπως ακριβώς έπρεπε να γίνουν. Την ώρα που το κουδούνι χτυπούσε για το δεύτερο διάλειμμα, ήρθε ο καλός Βοριάς στην πίσω αυλή του σχολείου, χαμήλωσε και σήκωσε τρυφερά στην αγκαλιά του το μικρό κροκοδειλάκι, με όλα τα λουλούδια στη ράχη του, τους μεγάλους χαρταετούς και τα πολύχρωμα μπαλόνια».
Το κροκοδειλάκι που έγινε λιβάδι είναι μια μικρή ιστορία για ένα κροκοδειλάκι που αποχωρίστηκε την πατρίδα και τους αγαπημένους του, και, πριν από τη νοσταλγική επιστροφή του, πεθύμησε να γίνει λιβάδι, και έγινε, γιατί, όπως λέει ο συγγραφέας, «οι επιθυμίες είναι σαν τα όνειρα, βγαίνουν αληθινές άμα τις πιστεύεις πολύ και προσπαθείς και επιμένεις».
Ο Χρήστος Μπουλώτης, ξετυλίγει άλλη μία από τις “παραμυθένιες ιστορίες” του. Mια ιστορία που ακουμπά στη σημερινή πραγματικότητα και, που και που, έχει στοιχεία εξωπραγματικά, παραμυθένια και καμιά φορά πινελιές και από παραδοσιακό παραμύθι.
Η ζωγράφος Φωτεινή Στεφανίδη, χρόνια συνεργάτις και φίλη του συγγραφέα, «έντυσε» την ιστορία με χρώματα φωτεινά, ζεστά, που μιλούν με τον δικό της τρόπο για την αγάπη, τη φιλία, την ελευθερία, τη νοσταλγία, τη χαρά και τη λύπη, την αποφασιστικότητα και την υπομονή, αλλά και την τρυφερότητα των παιδιών που βρίσκουν τον τρόπο να φροντίσουν και να απαλύνουν τη μοναξιά του ξένου…