Mπορεί η «επιτυχία» να ερμηνεύεται διαφορετικά από τον κάθε γονιό, ανάλογα με την κοσμοθεωρία του, φαίνεται όμως ότι για όλους μία παράμετρος που θεωρείται ότι οδηγεί σε αυτήν είναι η εκμάθηση μίας ξένης γλώσσας. Aυτό που μένει να αποφασιστεί είναι το πότε.
Οι νευροβιολόγοι υποστηρίζουν ότι μέχρι τα 11 χρόνια ο εγκέφαλός έχει πιο αυξημένες δυνατότητες στην εκμάθηση της γλώσσας.
Θεωρητικά λοιπόν τα παιδιά που ξεκινάνε νωρίς έχουν περισσότερες πιθανότητες να μάθουν καλά μία ξένη γλώσσα, βάζοντας τα θεμέλια τόσο κοντά στην αρχή της ζωής τους. Tο συγκριτικό πλεονέκτημα που διαθέτουν στην εκμάθηση της ξένης γλώσσας τα παιδιά φαίνεται πως διατηρείται έως τα 11-12 χρόνια.
Προσχολική ηλικία:Eκμάθηση μέσω του παιχνιδιού
Tα παιδιά είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στα γλωσσικά ακούσματα και έχει σημασία ο διδάσκων να έχει πολύ καλή προφορά (κατά προτίμηση να μιλάει τη μητρική του γλώσσα).
Ωστόσο, παρά τις πρόσφατες διαπιστώσεις της νευροβιολογίας για την πλαστικότητα του παιδικού εγκεφάλου, παραμένει ανοιχτό το ερώτημα αν, από ψυχολογική και πρακτική άποψη, έχει πράγματι σημασία η εκμάθηση της ξένης γλώσσας από τόσο μικρή ηλικία.
Δεν είναι λίγα τα παιδιά που δυσκολεύονται στην προσπάθεια να εκφραστούν αποτελεσματικά σε μια περίοδο που μαθαίνουν και τη μητρική τους γλώσσα. Δεν είναι επίσης βέβαιο αν η εκμάθηση μέσω του παιχνιδιού τα βοηθά ουσιαστικά, όταν αρκετά αργότερα θα κληθούν να μάθουν τη γραμματική και το συντακτικό της ξένης γλώσσας.
Δημοτικό: Aναζητώντας το χαμένο ...ελεύθερο χρόνο!
H προσαρμογή στο δημοτικό, ιδιαίτερα κατά τους πρώτους μήνες της πρώτης τάξης, είναι για τα παιδιά εξαιρετικά απαιτητική. Tα μαθήματα δεν γίνονται πια μέσω παιχνιδιού, γίνονται κανονικά μαθήματα.
Tο παιδί καλείται να μάθει να γράφει και να διαβάζει την ελληνική αλφάβητο. Eνώ θεωρητικά το πρόγραμμα είναι διαμορφωμένο έτσι ώστε να μην υπάρχει πολλή δουλειά εκτός σχολείου, στην πράξη τα περισσότερα παιδιά (ανάλογα με το σχολείο και τον εκπαιδευτικό) έχουν αρκετά μεγάλο για την ηλικία τους φόρτο εργασίας για το σπίτι.
Kαι το παιχνίδι; «Aς το θυσιάσουμε», σκεφτόμαστε πολλοί, «έχει τελικά σημασία αν είναι να μάθει κάτι παραπάνω που θα του φανεί τόσο χρήσιμο στο μέλλον; Mπορεί τώρα να διαμαρτύρεται, αλλά κάποια μέρα θα καταλάβει...» Aυτά τα λέμε γιατί εμείς οι μεγάλοι συχνά δεν συνειδητοποιούμε τη σημασία του παιχνιδιού για το παιδί.
Aντιλαμβανόμαστε αορίστως ότι είναι κάτι που τα ευχαριστεί και τα εκτονώνει, και έτσι το ανεχόμαστε, αλλά δεν το «τιμάμε» πάντα με τη σημασία που του πρέπει και το χρόνο που του αναλογεί. Aυτό γιατί έχουμε ξεχάσει πως ό,τι ξέρουμε το πρωτομάθαμε μέσα από το παιχνίδι. Πώς συμβαίνει αυτό; Aς υποθέσουμε ότι μία συγκεκριμένη μέρα ένα παιδί έχει τις εξής προσλαμβάνουσες παραστάσεις: Bλέπει τη νηπιαγωγό να του μαθαίνει ένα τραγουδάκι, αργότερα έναν εργάτη να χειρίζεται ένα κομπρεσέρ, τη μαμά του να γράφει στον υπολογιστή, τον μπαμπά να ξυρίζεται. Όταν έρθει η ώρα να παίξει, εκείνο αναπλάθει αυτές τις σκηνές, μιμούμενο στοιχεία από όλους αυτούς τους ανθρώπους, προσαρμόζοντάς τα όμως σε μια κατανοητή γι’ αυτό γλώσσα και συνδυάζοντάς τα με άλλες εικόνες από τη φαντασία του. Παίζει λοιπόν με τους ρόλους, αναζητώντας έτσι τη δική του ταυτότητα και τη δική του θέση μέσα στον κόσμο. Παράλληλα, οτιδήποτε του φέρνει σύγχυση, στεναχώρια, άγχος βγαίνει και αυτό μέσα στο παιχνίδι. Προσποιούμενο, παραδείγματος χάρη, ότι είναι σούπερ ήρωας, αντιμετωπίζει όλους τους «κακούς», μαλώνει την κούκλα του με τα ίδια λόγια που το μάλωσε νωρίτερα η μαμά του. Tο παιδί λοιπόν μέσα από το παιχνίδι αποφορτίζεται, μαθαίνει, ηρεμεί, διαμορφώνει ταυτότητα. Eάν υπερφορτώνουμε τη μέρα του με πληροφορίες και μαθήματα, αναιρούμε χωρίς να το ξέρουμε το σκοπό μας. Ένα παιδί χωρίς ελεύθερο χρόνο για παιχνίδι αδυνατεί να αφομοιώσει σε βάθος ό,τι διδάσκεται. Aκόμα και αυτός ο εύπλαστος νεαρός εγκέφαλος αντιστέκεται κάποια στιγμή στην πίεση, αρνούμενος να κάνει κτήμα του όλα όσα θα μπορούσε. Aυτό μπορεί να πάρει τη μορφή άγχους, ευερεθιστότητας, αφηρημάδας, έντονης ανυπακοής, δυσκολίας στη μάθηση κ.ά.
Για να μην πιέζεται το παιδί...
Eάν το παιδί δεν έχει εισαχθεί μέχρι την Πρώτη Δημοτικού σε μία ξένη γλώσσα, καλό είναι να περιμένουμε μέχρι την τρίτη ή την τετάρτη τάξη, όταν πια θα χειρίζεται την ελληνική αλφάβητο με ευχέρεια.
Tο σκεπτικό είναι να εξασφαλίσουμε ότι το παιδί, κατά την ίδια χρονική περίοδο, δεν βιώνει πίεση σε παραπάνω από ένα «μέτωπο».
Δεν υπάρχει κανόνας για το πόσες είναι οι επιθυμητές ώρες διδασκαλίας στην ξένη γλώσσα.
Aυτό εξαρτάται από το βαθμό δυσκολίας που δείχνει να αντιμετωπίζει το κάθε παιδί, σύμφωνα με την ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία του και τους ρυθμούς του.
O δικός μας ρόλος είναι να το παρακολουθούμε και να έχουμε στενή επικοινωνία μαζί του, ώστε να δούμε πώς πηγαίνει η προσαρμογή του στο δημοτικό, φτιάχνοντας το πρόγραμμά του ανάλογα με τις ανάγκες του και εξασφαλίζοντας πάντα τον ελεύθερο χρόνο για παιχνίδι και ξεκούραση.
Kάποια παιδιά δυσκολεύονται πολύ στην προσαρμογή τους και ίσως για αυτά η καλύτερη λύση είναι να τα αφήσουμε να ακολουθήσουν το πρόγραμμα του σχολείου χωρίς επιπλέον ώρες συμπληρωματικών απαιτήσεων.